ἀνετράφη

ἀνετράφη
ἀνατρέφω
bring up
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • MOSES — I. MOSES Episcopus Ismaelitarum, illorum conversioni intentus, saecul. 4. Vide Mauvia. Item Rabbinus, qui Talmud docere Cordubae incepit, An. 999. II. MOSES impostor, A. 432. Iudaeos Cretenses, ut in mare se sequentes praecipitarent, effecit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • οικόθρεπτος — οἰκόθρεπτος, ον (Μ) αυτός που ανετράφη στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. ελαιό θρεπτος, σκιό θρεπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”